- βλαστολογία
- βλαστολογία, η (AM) [βλαστολογώ]η αποκοπή βλαστών από δέντρο ή άλλο φυτό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βλαστολογία — βλαστολογίᾱ , βλαστολογία pick off young shoots fem nom/voc/acc dual βλαστολογίᾱ , βλαστολογία pick off young shoots fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστολογίας — βλαστολογίᾱς , βλαστολογία pick off young shoots fem acc pl βλαστολογίᾱς , βλαστολογία pick off young shoots fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστολογίαν — βλαστολογίᾱν , βλαστολογία pick off young shoots fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek